Photobucket© all text rights reserved





urban / city / people / voices





L a b e l s :

2/08/2011

Εκεί που η Αναξαγόρα αγκαλιάζει την Μενάνδρου...


από την Λορύ Μπαραζιάν

Όλοι μου έλεγαν να μην το επιχειρήσω. Ένα σαράκι με έτρωγε. Κάτι με προκαλούσε και δε μπορούσα να κρατηθώ. Το μείγμα της αδρεναλίνης και του καθήκοντος είχαν κάνει ένα δυνατό κοκτέιλ αισθημάτων μέσα στο στομάχι μου. Αιτία ήταν το ρίσκο. Αφορμή η πτυχιακή μου. «Δε θα ’ναι σωστή η έρευνα μου αν δεν πάω» επέμενα με την επιμονή ενός οκτάχρονου παιδιού που προσπαθεί να πείσει τη μαμά του να του αγοράσει το νέο ζευγάρι παπούτσια, με ροδάκια και κόκκινα φωτάκια. Όσο αντιλαμβανόμουν ότι κανείς δεν πίστευε σε αυτό τόσο επέμενα…

Πήρα μια αληθινή φίλη και κατευθύνθηκα προς την Ομόνοια. Αναζητούσα την οδό Αναξαγόρα. Δεν την ήξερα. Ίσως πολλοί την έχουν ακουστά αλλά λίγοι τολμούν να περάσουν από κει. Έπρεπε να φτάσω στον πακιστανικό σύλλογο. «Ξεκολλάτε!» έλεγα σε φίλους «δεν τρέχει τίποτα». Θα πάω, θα κάνω τις ερωτήσεις, θα πάρω τις απαντήσεις που χρειάζομαι και τέλος, σκεφτόμουν. Είχα κανονίσει μέρες πριν το ραντεβού στις πέντε το απόγευμα με τον κύριο Αμπντούλ. Ήταν ο πρόεδρος του συλλόγου. Ο Αμπντούλ δεν απαντούσε στα τηλέφωνά μου εκείνη τη μέρα. Δούλευε, φαίνεται…

Πήγα και στάθηκα στην οδό Μενάνδρου, ακριβώς απέναντι από την οδό Αναξαγόρα. Μια θύελλα προβληματισμών, τόλμης αλλά και δισταγμού είχαν κυριεύσει τις σκέψεις μου. Μου προκαλούσε εκνευρισμό το γεγονός ότι είχα επηρεαστεί, έστω και λίγο, από τα λεγόμενα του περίγυρού μου. Διάφορα συμπτώματα στο σώμα μου μαρτυρούσαν το άγχος μου. Ήμουν στ' αθλητικά ντυμένη, χωρίς κοσμήματα, μια τσάντα, το πορτοφόλι, κινητό, ηλεκτρονικό μαγνητόφωνο για τη συνέντευξη και μία φωτογραφική μηχανή. Ήταν, πιστεύω, μια τσάντα στην οποία πολλοί τσαντάκηδες θα ήθελαν να έχουν πρόσβαση…

«Ήρθα για χάρη σου μέχρι εδώ, αλλά θα σε παρακαλέσω να αλλάξεις γνώμη και να φύγουμε» ψιθύρισε η φίλη μου καθώς παρατηρούσε διεξοδικά ένα πολύ μικρό κομμάτι της οδού Αναξαγόρα που «αγκάλιαζε» την Μενάνδρου. Μάτια στραμμένα καταπάνω μας, κοιτούσαν επίμονα και εξεταστικά. Τι πρόσμεναν; Ίσως να περίμεναν πελάτες για να πουλήσουν τα χρωματιστά μικροαντικείμενα που τυλίγονταν μέσα σε άσπρα σεντόνια... Ίσως κι όχι όμως... Μετανάστες από διάφορα μέρη, τη Νιγηρία, το Σουδάν, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές και τον αραβικό κόσμο μπαινοβγαίνανε στο στενάκι σαν να έλεγαν «εδώ είναι ο δικός μας χώρος». Κι όντως ήταν. Το νιώθεις μόλις μπαίνεις στην Αναξαγόρα.

Υποκύπτοντας εν τέλει στην επιμονή της φίλης μου και στις δικές μου αμφιβολίες, ζήτησα τη γνώμη από δύο νεαρούς αστυνομικούς που είχαν υπηρεσία την ώρα στεκόμασταν στη Μενάνδρου. «Αν θες τη γνώμη μου, άλλαξε τρόπο εργασίας» μου είπε η εικοσάχρονη αστυνομικίνα. «Εγώ θα σου έλεγα να μην πας στην Αναξαγόρα. Αν μπεις εκεί βγαίνεις τουλάχιστον με σκισμένη τσάντα και με απώλεια στα πράγματα σου. «Μην πας, είσαι και κοπέλα, εκεί κλέβουν ακόμα και τους άντρες» μου είπε ο λίγο μεγαλύτερος αστυνομικός. «Τέρμα θα πάω, δε θα αφήσω τους φόβους και τις προκαταλήψεις να υπερισχύσουν!» σκέφτηκα. Κι έτσι περάσαμε το δρόμο. Ακολούθησε και ο νεαρός αστυνομικός. «Θα έρθω μαζί σου μέχρι εκεί και θα ανέβεις μόνη σου στο σύλλογο» είπε.

Ακόμα θυμάμαι το βλέμμα αυτών των ανθρώπων αφού με συνόδευε ένα ένστολο όργανο τη στιγμή που έμπαινα στα «χωράφια» τους. Υπήρχαν μόνο άνδρες. Άραγε, η παρουσία του αστυνομικού τι να ήταν; Πρόκληση ή ασφάλεια;

Ρώτησα έναν κύριο που πουλούσε κάτι μπαχαρικά «ξέρετε πού είναι ο πακιστανικός σύλλογος;». Ένα βλέμμα απορίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του με τα έντονα ανατολίτικα χαρακτηριστικά. Αστραπιαία ξαναρώτησα «Pakistan Community please?» και αμέσως μου έδειξε το απέναντι κτίριο. «Να το Ελένη! Στον τρίτο όροφο είναι» είπα και μπήκα λίγο διστακτικά στο κτίριο που το στόλιζαν ακανόνιστες μουντζούρες στους τοίχους. «Λορύ δεν ανεβαίνω!» μου είπε η φίλη μου. Συνέχισα, καθώς πίσω μου ακουγόταν ο αστυνομικός να λέει «Εντάξει; Την κάνω»...

Καθώς ανέβαινα τις σκάλες φοβισμένα και διστακτικά, τα βήματα μου ακούγονταν όλο και λιγότερο στο ισόγειο. Στις σκάλες ήταν σκορπισμένα γυαλιά από σπασμένα μπουκάλια μπύρας. Μόλις έφτασα στον πρώτο όροφο και ρώτησα έναν τύπο για τον πακιστανικό σύλλογο, άνοιξαν απότομα δύο πόρτες και ξεπρόβαλλαν άνδρες φορώντας φανέλες, μπύρες στα χέρια, τσιγάρα και ένα βλέμμα κοινό, αμυντικό και επιθετικό ταυτόχρονα. «Πακεστανικό σύλλογκος;» με ρωτούσαν όλοι με τη σειρά.

Τα μάτια μου, σε κλάσματα δευτερολέπτου, έπεσαν πάνω στο πλήθος των ανδρών που κάθονταν μέσα στο δωμάτιο, στα σπασμένα μπουκάλια μπύρας στο πάτωμα και σε δύο τύπους που φαίνονταν «ζαλισμένοι». Το στομάχι μου δέθηκε κόμπος. Έκανα να γυρίσω προκειμένου να εξαφανιστώ γρήγορα όταν άκουσα και πάλι τη φωνή του αστυνομικού που ρωτούσε «Where is the Pakistan Community?». Μας δείξανε τελικά τις σκάλες κι ανέβηκα. Ήταν άλλος κόσμος. Με υποδέχτηκε ο πρόεδρος του συλλόγου, (δεν ήταν ο Αμπντούλ τελικά) ο οποίος μιλούσε άψογα ελληνικά, ήταν καλοντυμένος, ξυρισμένος και μου έδωσε φιλικά το χέρι. Προτάσσοντάς μου την κάρτα του με παρότρυνε να του στείλω ένα e-mail με τις ερωτήσεις μου.

Κατεβαίνοντας αντίκρισα την Ελένη η οποία μου έδειχνε μερικές κηλίδες αίματος ακριβώς έξω απ’ το κτίριο. «Γι’ αυτό ανέβηκε ο αστυνομικός» μου είπε. Μόλις δυο μέρες πριν είχαν αλληλομαχαιρωθεί δυο μετανάστες και ο ένας εξ’ αυτών δε ζούσε πια.

Η πτυχιακή τελικά πήρε καλό βαθμό. Εγώ όμως έφυγα από κει άλλος άνθρωπος…

3 σχόλια:

Κατερίνα είπε...

σε νιώθω λορύ..είναι ένας κόσμος ξένος και όμως μέσα σε αυτόν.Μην ξεχνάμε ότι σε αυτές τις γειτονιές ανάμεσα στις συμμορίες ζουν και μετανάστες που έχουν φτιάξει τις φαμίλιες τους, έχουν τις επιχειρήσεις τους και Έλληνες που ζουν χρόνια εκεί.
Πέρσι οι συγκυρίες τα φέραν έτσι...ήμουν και εγώ με μια πολύ καλή φίλη και ύστερα από ξενύχτι χωρίς να ξέρουμε που βαδίζουμε βρεθήκαμε στη Μενάνδρου 6 η ώρα το πρωί ανάμεσα σε 2 συμμορίες.ναι με κλέψανε και η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει για τα χειρότερα.σου'χει τύχει όμως ποτέ να σε κλέβουν και να σου εξηγούν και το λόγο;να σου λένε πως δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και να σε προειδοποιούν να "φυλάγεσαι από τους Άραβες" γιατί είναι ικανοί για τα πάντα;Αυτή είναι η Αθήνα που αποφεύγουμε και όμως...τι παράδοξο, αυτή η σκοτεινή πλευρά βρίσκεται ακριβώς στην καρδιά της.

Mari είπε...

padws oi nhgirianoi k oi pakistanoi den einai araves!
oute boreis na peis gia enan oloklhro lao oi tade einai etsi k oi tade alliws.se olous tous laous boreis na vreis tous pades ektos apo merika xarakthristika pou xarakthrizoun ton kathe lao k ta xeroume oloi mas.
proswpika osous araves exw gnwrisei(k kuriws stis aravikes xwres)einai kataplhktikoi anthrwpoi eugenestatoi,kaloi,me axies k arxes,oikogeniarxes k uparxei akomh auth h zestasia ekei stous anthrwpous pu exei xathei edw.

Κατερίνα είπε...

σαφώς.Δε βάζουμε ετικέτες στους ανθρώπους με βάση τα εθνολογικά τους χαρακτηριστικά αλλιώς είναι σαν να υπερασπιζόμαστε την ανωτερότητα μιας φυλής απέναντι σε μια άλλη. Δεν ήθελα να θίξω κανέναν, δεν ήταν αυτός ο στόχος και με συγχωρείς πολύ. Δεν πιστεύω ότι ούτε οι νιγηριανοί, οι πακιστανοί ή οι άραβες είναι καλοί ή κακοί. Είναι άνθρωποι όμως που μπορεί να είναι καλοί ή κακοί σε διαφορετικές εκφάνσεις της ζωής τους ανεξαρτήτως από το που κατάγονται.Ήθελα να περιγράψω ένα φαινόμενο καθ'ολα φυσιολογικό και θλιβερό, πως ο αγώνας για επιβίωση μετατρέπει τους ανθρώπους σε αγρίμια γιατί η καταπίεση δουλεύει αλυσιδωτά και είναι μια μάστιγα που εξαπλώνεται.Ο καταπιεσμένος θα καταπιέσει και αυτός με τη σειρά του εκτός και αν η καταπίεση αυτή λάβει τέλος οριστικά

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...