Photobucket© all text rights reserved





urban / city / people / voices





L a b e l s :

1/26/2011

Τα κλειδιά της επιτυχίας

 από την Στέλλα Σαμιώτη



Η Κ. ξύπνησε από το θόρυβο που έκανε ο Λ. καθώς ετοιμαζόταν. Δεν είχε ξημερώσει ακόμη, ήταν πολύ νωρίς. Ο Λ. θα παρουσιαζόταν σε λίγη ώρα στη μονάδα του και ντύθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Έβαλε τα στρατιωτικά του ρούχα, έφτιαξε το σακίδιό του, την φίλησε στα χείλη, της ψιθύρισε γλυκά στο αφτί «καλή επιτυχία» κι έφυγε. Η Κ. κοιμήθηκε ξανά και σηκώθηκε δύο ώρες αργότερα. Έφτιαξε τον καφέ της και κάθισε μπροστά στον υπολογιστή για ένα γρήγορο τσεκάρισμα των ηλεκτρονικών μηνυμάτων της. Μετά από λίγο ετοιμάστηκε και με το βιογραφικό στο χέρι, ξεκίνησε με μεγάλη αυτοπεποίθηση να πάει στη συνέντευξη που τόσο καιρό περίμενε…

Φτάνει μπροστά στην κεντρική είσοδο και βλέπει ότι είναι κλειδωμένη. Ο Λ. κάθε φορά που έφευγε από το σπίτι και άφηνε την Κ. να κοιμάται, κλείδωνε την πόρτα για να της παρέχει ασφάλεια, έστω με αυτό τον τρόπο. Μάλλον για να ικανοποιήσει τον εγωισμό του καλύτερα, υπενθυμίζοντας έτσι στον εαυτό του ότι είχε αντικλείδι για το σπίτι της κοπέλας του. Όπως και να ‘χει, η Κ. χαμογέλασε και ψαχούλεψε μηχανικά το μπρελόκ της στο έπιπλο της εισόδου. Δεν το βρήκε. Άνοιξε το συρτάρι. Τίποτα. Πήγε στην τραπεζαρία, μετά στο σαλόνι. Πουθενά τα κλειδιά! Άνοιξε τις τσάντες της και έψαξε και στα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού. Τα κλειδιά είχαν εξαφανιστεί. Κοιτώντας αγχωμένη το ρολόι, πήρε τον Λ. τηλέφωνο…

Δεν απάντησε αμέσως. Την πήρε πίσω μετά από δέκα λεπτά, στα οποία η Κ. είχε αναποδογυρίσει ξανά όλο το σπίτι… «Έλα, είδες τα κλειδιά μου;». «Αχ ναι μωρέ! Μπερδεύτηκα και τα πήρα εγώ κατά λάθος… Σου άφησα όμως τα δικά μου». «Που αγάπη μου; Δεν τα βρίσκω και βιάζομαι πάρα πολύ!» είπε και ο τόνος της φωνής της ανέβηκε απότομα στο «πολύ». «Πάνω στο έπιπλο της εισόδου μωρό μου» την καθησύχασε εκείνος. Με το τηλέφωνο στο χέρι πήγε πάλι στην πόρτα. «Όχι δεν είναι εδώ!» είπε η Κ. και άρχισε να εκνευρίζεται. Συνέχισε να ψάχνει με το ακουστικό στο αυτί. Από την άλλη μεριά του τηλεφώνου ακούει απότομα «Όχι ρε πούστη μου! Δεν το πιστεύω!». Η Κ. τρόμαξε. «Τι έγινε;». «Αγάπη μου έχω κάνει μαλακία… πω πω δεν το πιστεύω! Μωρό μου με συγχωρείς!». «Τι έγινε ρε παιδί μου;» ρώτησε αρκετά εκνευρισμένη και υποψιασμένη παράλληλα για το μέγεθος της μαλακίας…

«Εεε, να ρε αγάπη μου. Πήρα κατά λάθος και τα δύο ζευγάρια με τα κλειδιά. Τα έχω εδώ στο σάκο μου. Χίλια συγνώμη!» τόλμησε να ψελλίσει. Ο Λ. άκουσε μόνο μία κραυγή και μετά κόπηκε η γραμμή. Η Κ. στο σπίτι είχε αφηνιάσει. Έκλεισε κατάμουτρα το τηλέφωνο στο αγόρι της για να μην ακούσει όσα θα ξεστόμιζε στη συνέχεια. Η σκηνή ακατάλληλη για ευαίσθητα αυτάκια… Η διχαλωτή φλέβα στο κούτελό της παλλόταν ανεξέλεγκτη. Σκέφτηκε γρήγορα και έπιασε το τηλέφωνό της. Κάλεσε το γραφείο στο οποίο είχε ραντεβού και ενημέρωσε ότι θα καθυστερήσει λόγω αιφνίδιας βλάβης στο αυτοκίνητο. «Τέλεια», σκέφτηκε, «καταπληκτική πρώτη εντύπωση!»…

Μετά πήρε τηλέφωνο τη φίλη της την Σ., η οποία είχε αντικλείδι για ώρα ανάγκης. «Να, μία ώρα ανάγκης!» είπε καθώς περίμενε να σηκώσει η Σ. το ακουστικό. Απάντησε μετά από πολύ ώρα. Την είχε ξυπνήσει. «Έλα κοριτσάρα μου, με συγχωρείς που σε ξυπνάω» είπε η Κ. χωρίς να το εννοεί. «Ο Λ. με έχει κλειδώσει στο σπίτι, έχω συνέντευξη για δουλειά, έλα να μου ανοίξεις!» είπε με μιαν ανάσα και έπιασε το κεφάλι της που έκαιγε από την ένταση. «Ωχ!» άκουσε τη Σ. να λέει. «Ρε αγάπη, δεν είμαι Αθήνα. Ανέβηκα στο Βόλο εκτάκτως χθες το βράδυ. Η γιαγιά μου είναι στα τελευταία της…». «Γαμώ το κέρατό μου!» πρόλαβε να ακούσει η Σ. και κόπηκε η γραμμή…

Η Κ. έβγαλε τις γόβες της με μίσος και τις πέταξε στον τοίχο. Υποσχέθηκε στον εαυτό της να μην τις ξαναβάλει, θεωρώντας τις γκαντέμικες, γιατί δίπλα στο μαγαζί απ’ όπου τις αγόρασε ήταν ένα τζαμάδικο με την επωνυμία «Μητσοτάκης». Έψαξε στο ίντερνετ για κλειδαρά, τηλεφώνησε και διέταξε τον άγνωστο να έρθει άμεσα να την απεγκλωβίσει. Εν τω μεταξύ ανακάλυψε ότι στο πορτοφόλι της είχε μόνο είκοσι ευρώ και θα έπρεπε να πάει στην τράπεζα μαζί με τον κλειδαρά για να τον πληρώσει. Ένα μήνυμα έφτασε στο κινητό της Κ. από τον Λ., του οποίου οι τύψεις την εκνεύρισαν ακόμη περισσότερο.

Μία εβδομάδα μετά…

Η Κ. έχει μόλις γυρίσει από την κηδεία της γιαγιάς της Σ. στο Βόλο. Ανοίγει την πόρτα του σπιτιού της με τα εφεδρικά κλειδιά που πήρε από την φίλη της. Περνάει μπροστά από τον τοίχο δίπλα στην τραπεζαρία, τον οποίο κοσμεί μία πατημασιά. Καθώς αλλάζει ρούχα, ακούει τα μηνύματα στον τηλεφωνητή-δώρο από τον αγαπημένο της Λ. Ένα μήνυμα την ενημερώνει ότι έχει πάρει τη δουλειά…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...