Photobucket© all text rights reserved





urban / city / people / voices





L a b e l s :

1/22/2011

Ο σκούφος πήγε με τα πόδια…

 από την Λορύ Μπαραζιάν


Ήταν μια από αυτές τις αλλοπρόσαλλες μέρες που όλα σου πάνε στραβά. Έχει συμβεί σε όλους μας. Επιπλέον είχε γενική, εικοσιτετράωρη απεργία των μέσων μαζικής μεταφοράς. Κατεβαίνοντας από τη δουλειά συνειδητοποιώ ότι έξω βρέχει καταρρακτωδώς και όπως πάντα δεν κουβαλάω ομπρέλα. Νεύρα, δυσανεξία και παράπονο με συνόδευσαν μέχρι την λεωφόρο Αμαλίας στο Σύνταγμα για να πάρω ταξί. Κι εκεί που νιώθεις μουντζωμένος από την τύχη και τη μοίρα (μαζί), αρκεί ένα απρόσμενο περιστατικό για να πεις στον εαυτό σου «είσαι καλά, κόψε τη γκρίνια, βούλωσέ το και δες τον πόνο του άλλου»…

Έξω, ο κυκλοθυμικός ουρανός άλλαζε χρώματα κάθε λεπτό κι ήταν έτοιμος να ξεσπάσει την οργή του. Η ουρά των αυτοκινήτων που είχε σχηματιστεί έφτανε μέχρι εκεί που δεν έφτανε… το μάτι σου! Ένα ταξί μου αναβόσβησε τα φώτα. Ευτυχώς! Θα γλιτώσω από τη βροχή, σκέφτηκα. Μπαίνοντας μέσα, το πρώτο πράγμα που άκουσα απ’ το ραδιόφωνο ήταν το «θα βγαίνω / θα πίνω / και λόγο δε θα δίνω / καλά θα περνάω...». Έχουμε κέφια και γλέντια, μονολόγησα. Στη θέση του συνοδηγού παρατήρησα ένα κύριο κοντό, γύρω στα σαράντα, κάπως μαζεμένο. Φορούσε ένα μαύρο σκούφο και τα ρούχα του ήταν λερωμένα από τη δουλειά. Ήταν αξύριστος και ταλαιπωρημένος. Συζητούσαν με τον οδηγό και άνοιξα τα αυτιά μου ν’ ακούσω. Έβλεπα μόνο το προφίλ αυτού του ανθρώπου έτσι όπως είχα βουλιάξει στα πίσω καθίσματα. Αυτά που εξιστορούσε ο εργάτης με το τσακισμένο πρόσωπο μου τράβηξαν την προσοχή…

«Το πρωί που περίμενα ταξί για να πάω στη δουλειά, δεν με έπαιρνε κανείς. Περνούσαν πολλά «ελεύθερα» αλλά κανένα δε σταματούσε. Μέχρι που έβγαλα το σκούφο. Τότε, με το που έκανα νόημα σταμάτησε ένα απ’ τα διερχόμενα. Κατάλαβα ότι τρόμαζα τους οδηγούς». Μετά από λίγα λεπτά κατέβηκε από το ταξί που μοιραζόμασταν και πλήρωσε είκοσι ευρώ για τη διαδρομή του. Έμεινα μόνη. Έπειτα ο οδηγός, με την τραχιά και μπάσα φωνή, μου ξετύλιξε το κουβάρι της ζωής αυτού του ανθρώπου.

«Είναι σαράντα χρονών και εργάζεται σε υλοτομείο. Έχει τέσσερα παιδιά, τεσσάρων, οκτώ, δέκα και δεκαέξι ετών. Δουλεύει καθημερινά από τις επτάμισι το πρωί έως τις οκτώμισι το βράδυ. Το μεροκάματό του τριάντα ευρώ. Μια άλλη μέρα που πάλι είχε γενική απεργία, δεν είχε ούτε κέρμα απάνω του και ζήτησε δέκα ευρώ από τον εργοδότη του για να πάρει ταξί. Η απάντηση που έλαβε ήταν «δεν έχω, τράβα με τα πόδια». Κι αυτό έκανε. Δυόμισι ώρες περπάτημα για να φτάσει σπίτι, να κοιμηθεί και να πάει την επόμενη μέρα να δουλέψει και πάλι κοντά στο «φιλότιμο» αφεντικό του»…

Ένα αίσθημα οργής και πικρίας με κυρίευσε. Πρέπει να στράβωσε το στόμα μου και να κοκκίνησαν τα μάτια μου. Έσφιξα τις γροθιές μου κι ένιωσα πώς κάτι μέσα μου αναδεύτηκε άσχημα. Αυτός ο άνθρωπος, επειδή δεν είχε λεφτά, προτίμησε τελικά να γυρίσει με τα πόδια στο σπίτι του, όπως μου εξήγησε μ’ έναν αργό αναστεναγμό ο οδηγός. Αυτός ο άνθρωπος φοβήθηκε ότι ο ταξιτζής που θα τον έπαιρνε θα ανησυχούσε αν του έλεγε, στο τέρμα της διαδρομής, πως δεν είχε χρήματα πάνω του, ότι θα έπρεπε ν’ ανέβει μια στιγμή στο σπίτι του να πάρει προκειμένου να τον πληρώσει. Αυτός ο άνθρωπος, που ο καθένας από μας θα περνούσε εύκολα για ζητιάνο ή κακοποιό…

Η περίπτωση μιλά από μόνη της. Από κείνη τη μέρα έχω, νομίζω, έναν ορισμό για το τι είναι αξιοπρέπεια…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...