Photobucket© all text rights reserved





urban / city / people / voices





L a b e l s :

1/14/2011

O Αστραπόγιαννος στο Γκάζι…

από τον Γρηγόρη Μπέκο

Έτσι είναι. Τι διάολο, κάποια στιγμή τελειώνεις τις σπουδές σου κι έρχεται η μαρτυρική ώρα της ορκωμοσίας. Τα βαρετά λογύδρια των πρυτάνεων, τα λουλούδια που αγοράζεις τελευταία στιγμή απ’ την  Περσεφόνη της γωνίας (κι αναρωτιέσαι ώρες μετά αν ήταν πλαστικά), οι φωτογραφικές μηχανές που ξερνάνε φλας ωσάν ν’ απονέμονταν τα βραβεία Νομπέλ, οι συγκινημένοι γονείς, οι θολές αναμνήσεις, οι εκκολαπτόμενες ελπίδες, οι αναπόφευκτες αυταπάτες. Όλα αυτά μαζί…

Αν είσαι τυχερός έχεις στο πλάι τους φίλους σου. Αρκούν μερικά χαμογέλα, λίγα ενθαρρυντικά νεύματα και βέβαια αυτές οι ανεπαίσθητες ματιές μέσα απ’ το άσχετο πλήθος για να νιώσεις κανονικός άνθρωπος. Αν όμως σ’ έχεσε περιστέρι και δεν το πήρες χαμπάρι θα περάσεις άσχημα. Με άλλα λόγια: όλο και κάποια θεία θα εμφανιστεί να φουσκώσει το στήθος της με περηφάνια που πήρες το πτυχίο ακόμα κι αν έχει ξεχάσει τ’ όνομά σου –οι σχέσεις μετά τον πρώτο βαθμό συγγένειας είναι σαν τα αδέσποτα σκυλιά.

Ανέκαθεν πίστευα πως αυτές οι θείες, που εμφανίζονται απ’ το υπερπέραν, πάνε να γιορτάσουν τους νεανικούς όρκους επειδή βρίσκουν σ’ αυτές τις τελετές κάτι απ’ τον τζερτζελέ των προσκυνηματικών εκδρομών. Ξέρετε, αυτά τα ημερήσια ταξιδάκια με γκρουπ στα μοναστήρια στο κάθε κορφοβούνι, όπου το ξεκατίνιασμα καθαγιάζεται με τεράστια σταυροκοπήματα και αγορές φυλαχτών που εμπεριέχουν κομματάκια απ’ τις σωβρακοφανέλες των Αγίων Πάντων. Σε κάτι τέτοιες στιγμές θυμάσαι ότι το σόι είναι μια πολύ θλιβερή ιστορία και οι ορκωμοσίες ένα περιττό κακό…

Πριν λίγο καιρό ορκίστηκε μετά δόξης και τιμής μια αγαπημένη μου φίλη. Πήγα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο να την χειροκροτήσω, να συγκινηθώ που φόρεσε γόβα (η παλαιοκομμουνίστρια) και να πω ξανά στον εαυτό μου πως αυτό που μένει τελικά, απ’ όλες τις φάσεις της ζωής μας, είναι οι άνθρωποι. Ισχύει κι ας ακούγεται ενοχλητικά ο γδούπος του κλισέ! Ευχήθηκα να παραμείνουμε φίλοι για όσο το αντέξουμε και να μην αναγκαστεί ποτέ να καρφώσει το πτυχίο της σε μια πρόκα πάνω απ’ τον νεροχύτη – ήταν ένα πείραγμα που έλαβε διαστάσεις μονοτονίας πολλές εβδομάδες πριν ορκιστεί κι αυτή στην πατρίδα, στο έθνος, στην επιστήμη, στην κουκουβάγια της σοφίας, εν πάση περιπτώσει, που έχει ως logo το πανεπιστήμιο που αγαπήσαμε στα φοιτητικά μας χρόνια.

Το βράδυ έπρεπε να βγούμε και να το γιορτάσουμε. Δε συζητήθηκε και πολύ το πράγμα. Η μόδα μερικές φορές είναι πιο σκληρή κι από δικτατορία. «Θα πάμε στο Γκάζι!» αναφώνησε η πτυχιούχος και εγώ σιώπησα σκεπτόμενος τις σκοτεινές πλευρές των δημοκρατικών διαδικασιών. Κατά τις έντεκα το βράδυ καβαλήσαμε το μετρό και κατευθυνθήκαμε σε μια απ’ τις πιο in (…) περιοχές της Αθήνας. Η ιστορία βέβαια είναι γνωστή και επαναλαμβάνεται παντού με τον ίδιο τρόπο. Μια περιοχή υποβαθμίζεται (δεν εξετάζω τους λόγους εδώ) κι ύστερα καταφθάνουν οι μεγαλοκαρχαρίες για να αγοράσουν τα οικόπεδα κοψοχρονιά και να χτίσουν τους ναούς όπου λατρεύεται ο Θεός Ντάπα-Ντούπα απ’ τα παραδαρμένα στίφη της νύχτας. Σ’ ένα τέτοιο μαγαζί λουφάξαμε κι εμείς, μεγάλη παρέα βέβαια, και ήπιε ο καθένας τη μπόμπα που ποθούσε το αίμα του. Έβγαλα τη βραδιά με τζιν λεμόνι και τις χορευτικές μιμήσεις μιας άλλης αγαπημένης φίλης. Κάθε που ξεστόμιζα τη μαγική λέξη «Φουρέϊρα» (έμαθα ότι επρόκειτο για άνθρωπο, γυναίκα και τραγουδίστρια κάνα μήνα πριν) εκείνη λικνιζόταν μ’ έναν ξέφρενο ρυθμό που συνταίριαζε τη σάλσα με τον χορό της κοιλιάς. Έκανα τρελό χάζι…

Μελανό σημείο της βραδιάς (θα το χαρακτήριζα πολιτισμικό σοκ αλλά υπάρχει και αστυνομία μόδας, έτσι ενημερώθηκα προσφάτως) το παλικάρι που ήταν «πόρτα» στο μαγαζί. Ευγενέστατος. Δε γίνεται, πάντως, να μην είσαι ευγενέστατος όταν φοράς μια εντυπωσιακή χλαίνη, μυτερές μπότες με στρασάκια, παρδαλά χαϊμαλιά περασμένα στο λαιμό κι έχεις αμανάτι και το ανοιχτό κουραδί χρώμα απ’ το σολάριουμ μέσα στο καταχείμωνο –θυμάμαι ήταν οι μέρες που κατέπεσε βαρύς ο χιονιάς στην Αθήνα και είχαν παγώσει τα κωλομέρια της υπόλοιπης Ευρώπης. Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό παρατηρώντας όλη αυτήν την υπερπαραγωγή της υπερβολής ήταν ο Νίκος Κούρκουλος στην ταινία «Αστραπόγιαννος». Ο δε συνειρμός ήταν τόσο γραμμικός που με κάνει να ανησυχώ. Κι όσο σκεφτόμουνα το τραγούδι «Ήλιε φονιά πώς άφησες να γίνει το κακό / σκοτώσανε τον σταυραετό και τον αυγερινό» κου-λου-που, σε βερσιόν ωστόσο Χαρούλας Λαμπράκη για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, άρχισαν να ανεβαίνουν τα γέλια απ’ την κοιλιά μου.

Καταραμένη μόδα του 21ου αιώνα δεν έχεις καμία ελπίδα μαζί μου! Ακόμα και τώρα που το σκέφτομαι θέλω να γελάσω κακαριστά. Αλλά και πάλι ποιος είναι βέβαιος ότι το παλικάρι αυτό δεν παίζει τα βράδια θέατρο για να βγάλει το μεροκάματο; Δε θα ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος… Άντε μωρέ τώρα! Αφήνω κατά μέρος τη συμπονετική υποκρισία και ανακράζω: «έρμαιααααααα»…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...