Photobucket© all text rights reserved





urban / city / people / voices





L a b e l s :

1/14/2011

Μητέρα... διπλανής πιάτσας.

από τον Δημήτρη Λιόλιο
Υπάρχει μια πληθωρική κυρία που κάνει πιάτσα σε ένα δρόμο πίσω από τη λεωφόρο Συγγρού. Η εν λόγω, δεν συνηθίζει να φλερτάρει με ένταση τα περαστικά αγόρια. Καμιά φορά, την χαρακτηρίζουμε χαϊδευτικά και αυστηρά μεταξύ μας, νοικοκυρά σε απόγνωση. Όσο κατοικώ σ' αυτή την γειτονιά, πέντε και κάτι χρόνια, τυχαίνει να την βρίσκουμε μετά τα μεσάνυχτα στο ίδιο πεζούλι. Πότε μασουλά πασατέμπο και πότε κουβεντιάζει με τ' άλλα κορίτσια παρακάτω. Αυτές οριοθετούνται επαγγελματικά στον παράδρομο. Μετρά περίπου σαράντα κάτι χρόνια. Είναι ξανθιά. Το δέρμα της λευκό και χυμώδες. Αδύνατη, με βλέμμα απλανές και χαμένο στο πεζοδρόμιο. Κάτι που ίσως θα μπορούσε να μαρτυρά ενοχή.


Τις προάλλες, στη διαδρομή για το σπίτι, έτυχε και μπήκαμε παρέα στο μετρό. Βρίσκομαι ακόμη σε άγνοια. Κατεβήκαμε και συνεχίσαμε με το ίδιο λεωφορείο. Β2. Στα αυτιά μου υπάρχουν ακουστικά παρόλο που σκοπίμως δεν ακούγεται τίποτα. Σου δημιουργούν την αίσθηση ότι περνάς απαρατήρητος μέσα στο πλήθος. Κι αυτό εμένα μ' αρέσει. Παρατηρώ διακριτικά τον κόσμο τριγύρω. Αν η αναλογία του μέσα στο βαγόνι είναι επιτρεπτή στα όρια της υγιεινής, μπορείς να θεωρήσεις το χώρο και ερωτικό κόμβο. Μυστήρια πράγματα…

Στέκεται όρθια δίπλα μου, η φυσιογνωμία της κάτι μου θυμίζει. Προσπαθώ να ψυχανεμιστώ το οτιδήποτε γι’ αυτή. Χτυπάει το τηλέφωνο της. Χαμογελά. Μέχρι πριν λίγο θεωρούσα το πρόσωπο της, πραγματικά, ανέκφραστο. Μιλάει με την κόρη της. Την ενημερώνει ότι της αγόρασε ένα φόρεμα που θα της πηγαίνει γάντι. Την ρωτά νέα της και αν παρακολουθεί τα μαθήματα στη σχολή . Φοιτήτρια μάλλον κάπου στα βόρεια. Κομπιάζει και κοιτάει στα κλεφτά για το που φτάνει το λεωφορείο Έχει κίνηση. Λέει ότι ήταν στη φίλη της, την Ιωάννα. Τώρα θα γύριζε σπίτι να ξεκουραστεί, λέει. Αύριο κιόλας θα έβαζε, λέει, στον τραπεζικό λογαριασμό το νοίκι, μαζί και το χαρτζιλίκι της. Την αποκαλεί πότε παιδί μου, και πότε κοριτσάκι μου.

Σχεδόν φτάναμε. Άρχισε να μιλάει γρήγορα και με συνοπτικές διαδικασίες έκλεισε το τηλέφωνο. Την συμβούλεψε να προσέχει, να ντύνεται καλά και να τρώει σωστά. Είναι ήδη μπροστά στην πόρτα με το φως της στάσης αναμμένο. Ελληνίδα μάνα σκέφτομαι, παθολογία ολόκληρη και παντού ίδια. Κατεβαίνοντας, την κάλεσε πάλι, ξεστόμισε ένα σ' αγαπώ πολύ και τοποθέτησε ξανά το κινητό της μέσα στην κόκκινη τσάντα. Στρίβω δεξιά και κατευθύνομαι σ' αυτό το μαραφέτι με την οθόνη αφής, που πολύ θα' θελα να ήταν φωτοπλέι. Τουλάχιστον τότε, θα είχα καλύτερη σχέση μαζί του. Λίγα λεπτά αργότερα περπατώ ψάχνοντας τα κλειδιά μου στην τσάντα. Θα ‘ταν, δεν θα ‘ταν δώδεκα παρά.

Κοιτάζω αδιάφορα και συνειδητοποιώ ότι η διπλανή κυρία στο λεωφορείο είναι αυτή που τώρα βρίσκεται στο πόστο της. Καπνίζει. Τώρα ξέρω τι μου θύμιζε. Το παλτό της ανοιχτό. Διακρίνεται ξεκάθαρα μια κόκκινη μπλούζα με ένα προκλητικά ανοιχτό ντεκολτέ. Παγώνω. Την προσπερνώ επίσης αδιάφορα και κατευθύνομαι προς το σπίτι. Ανεβαίνω τις σκάλες και σκέφτομαι ακόμη το συμβάν. Θα γύριζε σπίτι να ξεκουραστεί. Τι να 'λεγε ; Ανάγκη; Βίτσιο; Επιλογή; Συμβιβασμός; Φράγκα; Τεμπελιά; Τι;


Δεν μου διεκδίκησε καμιά αίσθηση οίκτου. Αλλά η μητρική - γλυκιά φιγούρα της κυρίας του λεωφορείου σε αντίθεση με αυτή της πόρνης του πεζοδρομίου μπόρεσε να με καθηλώσει. Ένιωσα μάρτυρας μιας κατάστασης που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να αγνοώ. Δεν παρακολουθούσα ούτε γαλλικό , ούτε γερμανικό καμπαρέ. Δεν είχε μουσική, σενάριο ή σκηνοθέτη. Δεν ήταν πρόβα και δεν μπορούσαμε να το πάμε άλλη μια. Έκανε κρύο. Ενώ ξεπάγωνα το φαγητό της μαμάς μου, σκεφτόμουν έντονα το κοριτσάκι της κυρίας. Φοιτήτρια κάπου στα βόρεια. Λογικά, κοντά στα δικά μου τα χρόνια. Δεν ήξερα τι έπρεπε να νιώσω ή τι ήταν σωστό. Στην ψύχρα λοιπόν γιατί είναι ωμή αυτή η πλευρά της πραγματικότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...